| 
View
 

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΣ ΕΜΠΝΕΕΙ

Page history last edited by KONSTANTINOPOULOU FOTINI 1 year, 6 months ago

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ μαθητών / τριών της Γ΄ τάξης σχολικού έτους 2022 - 2023

 

ΓΕΛΑΤΟΥ_merged (1).pdf

 

 

   Ο παππούς και το εγγονάκι

 

Μια δραματοποίηση του μαθητή Τικέλλη Σπύρου του τμήματος Α2, με αφορμή το διήγημα του Λ.Τολστόϊ  ΄΄Ο παππούς και το εγγονάκι΄΄.

 

  ΤΙΚΕΛΛΗΣ.pdf

 

 

 

 

Χρονογραφήματα

 

Με αφορμή το κείμενο του Εμμανουήλ Ροϊδη με τίτλο "Τα υαλοπωλεία" στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, οι μαθητές και οι μαθήτριες της Γ΄ τάξης έγραψαν ένα δικό τους χρονογράφημα. Στο ακολουθο αρχείο δημοσιεύονται μερικά από τα χρονογροφήματα των μαθητών / τριών. 

Xρονογραφήματα.pdf

 

 

 

 

Άξιον Εστί

Ένα βίντεο δημιουργημένο από τον Κωνσταντίνο Πρίμπα για τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη 

Για να το δείτε κάν'τε κλικ εδώ

 

 

 

Η Κατάκτηση της Πάργας

Ένα βίντεο δημιουργημένο από τον Κωνσταντίνος Πρίμπα

Για να το δείτε κάν'τε κλικ εδώ

 

 

 

ΟΙ ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΙ 

 

Δύο κείμενα των μαθητριών Εβελίνας Φραγκιά και Αριάδνης Πατέλη του τμήματος Α3

 

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας - Εργασία.docx

 

Οι πιτσιρίκοι.docx

 

 

 

 

 

" ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ" , Αντώνη Σαμαράκη 

 

Εμπνεόμενοι από το ομότιτλο διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη οι μαθητές της Γ τάξης του σχ. έτους 2017 - 2018 έγραψαν το δικό τους διήγημα με αφορμή τη σύγχρονη ειδησεογραφία - επικαιρότητα. 

 

 

Θεοφανοπούλου Κατερίνα, Γ3


ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ.doc

 

Κόνιαρη Ζωή , Γ3

 

ΚΟΝΙΑΡΗ.doc

 

Κορωνάκου -  Παξιμάδη Καρολίνα

 

ΚΟΡΩΝΑΚΟΥ -ΠΑΞΙΜΑΔΗ.docx

 

Ξυδερού Ειρήνη 

 

ΞΥΔΕΡΟΥ.odt 

 

 

"ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ", ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ 

 ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ από τους μαθητές της Γ τάξης 

                                                                                                                                                                                                                                                                                                 

Έτσι όπως καθόταν απογοητευμένος και σκυθρωπός, διαβάζοντας το ημερολόγιό του, έφτασε στον ίδιο απογοητευμένο φιγούρα και ζήτησε να καθίσει στο τραπέζι του. Εκείνος δέχτηκε χωρίς να έχει την όρεξη για πολλούς κουβεντές. Ξαφνικά τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και αμέσως ένιωσαν ότι αυτός ο άνθρωπος είχε τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους φόβους.

   - Ο κόσμος πρέπει να ξαναβρεί την τόλμη του, την χαμένη του ελπίδα.

Τον αναγνώριζε, ήταν γνωστός δημοσιογράφος και αγωνιζόταν για τα ίδια ιδανικά, για την προάσπιση της αλήθειας, για την αντικειμενική ενημέρωση του πολίτη και γενικά για το κοινό καλό.

- Σας θυμήθηκα από την εφημερίδα, του είπε.

- Και εγώ γι 'αυτό και πήρα το θάρρος να πλησιάσω.

Τι συνέβη με τα διηγήματά σου; συνέχισε ο δημοσιογράφος, ο κόσμος χρειάζεται πνευματική διατροφή για να βρει κούραση. Και γι 'αυτό έχουμε χρέος όλοι εμείς να στηρίξουμε τον λαό, έστω και με την πένα μας.

            Στην ακρόαση αυτών των λόγων σταμάτησε τις μαύρες σκέψεις που έπασχαν και ένιωσε μια απότομη αισιοδοξία. Αν δεν αγωνιστούμε εμείς οι ίδιοι, πώς θα καταφέρει ο απλός λαός να διεκδικήσει τα δικαιώματά του; σκέφτηκε.

            Σαν δεύτερη αυτή σκέψη του ήθελε να δράσει δυναμικά και μέσα από το γραπτό λόγο να συμβάλλει και αυτός στην αναγέννηση του τόπου, βασισμένη κυρίως στις ίδιες αξίες, αρχές και κανόνες.

            Αφού δεν πέρασε πολλή ώρα αποφάσισαν και οι δύο να βρουν τον συντάκτη της εφημερίδας και να συζητήσουν για τα διηγήματα και για τόσα άλλα. Οι πνευματικοί άνθρωποι έπρεπε να κάνουν το καθήκον τους. Σκέφτονταν πως θα έπρεπε οι εφημερίδες να παύσουν να είναι η φωνή της κοσμικής στήλης και των μικρών αγγέλων. Να γίνουν η φωνή του καθημερινού πολίτη, του ευσυνείδητου, του φιλέτερου και του πατριώτη, που μετά τον πόλεμο διακατέχει από ανασφάλεια και αβεβαιότητα και που για το λόγο αυτό θα ήθελε να αγωνιστεί για τη σωτηρία όλων.

            Αυτή η μαζική συνάντηση γεμίζει με θάρρος την ψυχή του και με δύναμη την σκέψη του, αφού είχε συνειδητοποιήσει το χρέος του και έπρεπε να εκτελέσει.

 

Γονιδάκης Γιάννης Γ΄2

 

Δίπλωσε στα δύο την εφημερίδα του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο της καφετέριας. Κανένας δεν του έριξε ούτε βλέμμα, ήταν σαν να μην υπήρχε. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Άνοιξε την πόρτα και ξεκίνησε για το σπίτι του. Προτίμησε την πιο μακρινή διαδρομή σήμερα για το σπίτι, ήθελε  να σκεφτεί, να παρατηρήσει τον κόσμο γύρω του. Αναρωτιόταν μήπως υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να του αλλάξει γνώμη, να τον αποτρέψει από το να κάνει αυτό το ‘μεγάλο βήμα’. Το είχε αποφασίσει, δεν υπήρχε λόγος να το καθυστερεί. Δεν άργησε να φτάσει στην εξώπορτα της πολυκατοικίας στην οποία κατοικούσε ούτε και στην πόρτα του διαμερίσματος του. Την ξεκλείδωσε και με γοργό και αποφασισμένο βήμα πήγε στο γραφείο του. Μάζεψε όσο πιο γρηγορά μπορούσε τις σκόρπιες σελίδες των διηγημάτων που είχε γράψει. Δεν τον ενοχλούσε που ήταν έτσι αφού μόνο ο ίδιος τις διάβαζε. Κρατώντας τες σφιχτά στην αγκαλιά του και αφήνοντας την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή, άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες που οδηγούσαν στην ταράτσα έχοντας το ίδιο αυτό αποφασισμένο βήμα με όταν μπήκε στο σπίτι. Εισέπνευσε τον αέρα της πόλης. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στις ταράτσες των άλλων πολυκατοικιών. Άρχισε να περπατάει. Η ταράτσα δεν είχε τοίχο, ούτε κάγκελα. Δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο μπροστά του. Όταν πλέον έφτασε στην άκρη, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, φοβόταν να κοιτάξει κάτω. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και έκανε ένα μεγάλο βήμα μπροστά αφήνοντας τις σελίδες των διηγημάτων του να γλιστρήσουν από τα χέρια του ….

 

Παπακωνσταντίνου Αλεξάνδρα Γ΄2

 

 

 Άφησε γρήγορα την εφημερίδα και ήπιε δύο γουλιές ακόμα καφέ. 

 Είδε έναν φίλο του,να μπαίνει στο καφενείο.Είχαν να μιλήσουν καιρό,πάνω από χρόνο αλλά είχαν υπηρετήσει μαζί στον πόλεμο.Είχαν βγει και οι δύο ζωντανοί  αλλά δεν μπορούσε να πει το ίδιο και για τη γυναίκα του φίλου του.Πέθανε στο φοβερό Άουσβιτς το '44.

     Καθώς μιλούσανε,δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του όλες τις απαίσιες στιγμές του πολέμου,όλα τα άτομα που χάθηκαν άδικα.

     Άρχισε να ξαναϊδρώνει,όμως ούτε τώρα έκανε ζέστη.

     - Είσαι καλά; τον ρώτησε ο φίλος του.''Μου φαίνεσαι λίγο αφηρημένος...'' συνέχισε.

     - Μια χαρά! του απάντησε,ενώ μέσα του σκεφτόταν πως δεν υπάρχει πλέον ελπίδα.

     Καθώς τελείωνε τον καφέ του,άκουσε ένα δυνατό ήχο.Βγήκε έξω,να δει τί συνέβη.

     Ένα φοβερό τρακάρισμα...δύο άνθρωποι είχαν τραυματιστεί σοβαρά,ο ένας στο χέρι του και ο άλλος στην κοιλιά του.

     Άνθρωποι άρχισαν να μαζεύονται γύρω τους λέγοντας μεταξύ τους ''μακάρι να έχουν ελπίδα αυτοί οι άνθρωποι'',''μακάρι να γίνουν καλά και οι δύο''.

     Μπήκε πάλι μέσα στο καφενείο,πλήρωσε τον καφέ και αποχαιρέτησε τον φίλο του.

     Έφυγε από το καφενείο πανικόβλητος, με αρνητικές σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό του.

     Μπήκε σπίτι,έκανε ένα μπάνιο μήπως συνέλθει,χωρίς επιτυχία,έφαγε και κοιμήθηκε.

     Μάτι δεν έκλεισε όλη νύχτα.Αναρωτιόταν εάν υπάρχει καθόλου ελπίδα στον κόσμο.

     Αναρωτιόταν μήπως θα ήταν καλύτερα αν δε ζούσε,αν τελείωνε την ζωή του...

     Σιγά σιγά όμως ήρθαν στη σκέψη του όλα τα άτομα τα οποία αγαπάει,οι φίλοι του,η οικογένειά του.Σκέφτηκε πως γι'αυτούς αξίζει να ζήσει.

     Ένα αίσθημα ελπίδας άρχισε να αχνοφαίνεται στην ψυχή του.Όλες οι χαρούμενες στιγμές που είχε περάσει με τα αγαπημένα του πρόσωπα,περνούσαν σαν κινηματογραφική ταινία από το μυαλό του.

     Κάνοντας τέτοιες σκέψεις,αντί να σκέφτεται όλη τη δυστυχία που υπάρχει στον κόσμο,άρχισε να σκέφτεται όλη τη ευτυχία που υπάρχει στον κόσμο καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως,ακόμα και αν όλα έχουν χαθεί και έχουν συμβεί τα χειρότερα πράγματα,στο τέλος,πάντα θα υπάρχει ελπίδα!

 

Βασιλάκης Νικόλας Γ΄2

 

 

Πέρασε δύσκολες εποχές, αλλά πίστευε ότι κάποια στιγμή όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο.Δυστυχώς όμως, η ελπίδα του δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι δεν έκαναν τίποτα για να αλλάξουν τα πράγματα. Δεν είχαν μάθει τίποτα από τους προηγούμενους πολέμους και η οικονομική κρίση απειλούσε και πάλι. Η αξία για την ανθρώπινη ζωή είχε χαθείΤελείωσε τον καφέ του, φώναξε το γκαρσόνι να πληρώσει και βγήκε έξω να πάρει αέρα. Τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, ο κόσμος με το ανήσυχο και φοβισμένο βλέμμα θύμιζαν αναμνήσεις από τον πόλεμο. Υπήρχε φτώχεια και αθλιότητα.Αποφάσισε να γυρίσει σπίτι για να βρει καταφύγιο. Τι θλιβερό να είναι κανείς μόνος του και να μην έχει κάποιον να μοιραστεί τις σκέψεις του; Άραγε όλοι σκέφτονται το ίδιο με αυτόν; Ή υπάρχουν άνθρωποι που είναι χαρούμενοι και βλέπουν τα πράγματα πιο αισιόδοξα; Ανοίγει το παράθυρο και κοιτάει τον γκρίζο ουρανό. Στο μυαλό του έχει μόνο  μία σκέψη να τελειώσει τον πόνο και την θλίψη του και πηδά. Την άλλη μέρα όλοι αναρωτιούνται τι συνέβη στον ήσυχο και μοναχικό κύριο του β΄ ορόφου.

 

Δελφίνης Αντώνης Γ'2

 

 

Αισθάνθηκε αδύναμος. Έσκυψε το κεφάλι του απογοητευμένος. Τότε όμως κάτι φώτισε μέσα του. Μια μικρή αχτίδα αισιοδοξίας. Κάτι μπορούσε να γίνει. Χαμογέλασε. Η ελπίδα μέσα του άρχισε να μεγαλώνει. Ναι !!! Υπήρχε ελπίδα . Σήκωσε το κεφάλι του, πλήρωσε το κατάστημα και με σίγουρα βήματα βγήκε στο δρόμο. Τώρα πια ήταν δυνατός. Θα πάλευε. Θα έβρισκε συμμάχους και μαζί θα τα κατάφερναν. Έπρεπε να διαλαλήσουν παντού τη γνώμη τους. Να παλέψουν για τα ιδανικά και τα όνειρά τους. Μόνο έτσι θα κατάφερναν να ζουν τα παιδιά τους σ΄έναν καλύτερο κόσμο. 

 

Σαρλάνης Γιώργος Γ'2

 

 

Βγήκε από το καφενείο και πλέον είχαν ανοίξει όλα τα φώτα. Είχε μάλιστα αρχίσει και να ψιχαλίζει. Αν και τα γραφεία της εφημερίδας ήταν τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω, εκείνος έτρεχε αφού τον κυνηγούσε ο χρόνος. Έφτασε την ώρα που ο τελευταίος υπάλληλος κλείδωνε. Παρ'όλη την επιμονή του να μπει η αγγελία του στο αυριανό φύλλο,ο υπάλληλος έκανε πως δεν τον άκουγε. Έφυγε άπραγος και μέσα του στριφογυρνούσαν πολλές σκέψεις. Όσο σκέφτονταν πέρασε από την κεντρική πλατεία. Κανείς δεν του έδινε σημασία.Όλοι αγνοούσαν την τραγική κατάσταση του κόσμου. Πέρασε από μια γέφυρα με κοντά σιδερένια κάγκελα.Εκείνη την ώρα άκουσε την μηχανή του τρένου και πήρε την μοιραία απόφαση. Την επόμενη μέρα,ο ίδιος αρθρογράφος που τον αγνοούσε, έγραψε για αυτόν. Ήταν δίπλα σε τέσσερις αυτοκτονίες και μια ληστεία.Δεν ήταν τίποτα παρά μια είδηση.

 

Μωραίτη Ραφαέλα Γ'2

 

  

 ....Πήρε ένα ταξί για να φτάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στα γραφεία της εφημερίδας.

Σε λίγα μόλις λεπτά βρισκόταν στην είσοδο και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες της γραμματείας. «Θέλω να παραδώσω μια αγγελία για δημοσίευση. Είναι εξαιρετικά επείγον!»

Η γραμματέας κοίταξε το φύλλο χαρτί με την επείγουσα αγγελία: ¨Ζητείται ελπίς¨.

Από τον τρόπο που τον κοίταξε η γραμματέας μάλλον τον πέρασε για τρελό.

Εκείνος κατάλαβε τη σκέψη της και της αποκρίθηκε λέγοντάς της: «Δεν είμαι τρελός! Θέλω να δημοσιευτεί η αγγελία μου αύριο κιόλας!»

«Σε τρεις μέρες το νωρίτερο κύριε! Λυπάμαι αλλά πρέπει να τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Ξέρετε πόσοι ακόμη βιάζονται να δημοσιευτεί η αγγελία τους;»

Το διάστημα μέχρι τη δημοσίευση του φάνηκε αιώνας. Όμως την τρίτη μέρα αποζημιώθηκε για την υπομονή του.

Από τη μια ένιωσε τεράστια χαρά μόνο και μόνο διαβάζοντας τις δύο αυτές λέξεις: ¨Ζητείται ελπίς¨.

Από την άλλη, το ίδιο απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνό του. Η φωνή στην άλλη γραμμή ισχυριζόταν πως μπορούσε να τον βοηθήσει.

Κανόνισαν να συναντηθούν το επόμενο απόγευμα.

Γεμάτος ανυπομονησία έφτασε στο ραντεβού την επόμενη μέρα.

Ξαφνικά, ένιωσε δύο χέρια να τον αγκαλιάζουν…..κι ύστερα άλλα δύο…..και άλλα δύο....Μόλις γύρισε, είδε μπροστά του τα πρόσωπα των γονιών του και της αδερφής του.

Μετά από λίγο, κατάλαβε πως είχε μπροστά του την απάντηση της αγγελίας του....και το όνομα αυτής;….Αγάπη!

 

Τσώλη Σαββίνα Γ'3

 

 

 

 

 

"Το Φλανδρώ" με αφορμή το διήγημα "Τ` Αγνάντεμα" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

 

 

Κωνσταντίνος Σερέτης Γ΄3

 

 

 

 

Με αφορμή το ποίημα "ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ" του  ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ... η ανάπλαση της ιστορίας...

 

Είχε αρχίσει πια να νυχτώνει, το φως του φεγγαριού απλωνόταν παντού και φώτιζε μαγευτικά τη νύχτα. Καθόμουν στο λιμάνι και παρακολουθούσα την αναχώρηση του πλοίου, αυτή τη θορυβώδη διαδικασία που έσπαγε τη σιωπή εκείνου του βραδιού. Τόσες φωνές και ανάμεσά τους και η φωνή του ατόμου που αγαπώ, μπορώ να τη ξεχωρίσω ακόμη και μέσα στο χάος της αναχώρησης. Κάποια στιγμή, οι φωνές σταματάνε, το καράβι αρχίζει να απομακρύνεται και εγώ μένω μόνος, με μια αίσθηση παράπονου και απελπισίας να με γεμίζει, καθώς κοιτάζω τη λουσμένη με το ονειρικό φεγγαρόφως θάλασσα.

 

Βάλια Τσιπλάκη Γ'3

 

 

Ήταν μια νύχτα με πανσέληνο και το λιμάνι βούιζε από τις φωνές του κόσμου. Η τελευταίοι επιβάτες του καραβιού είχαν μόλις επιβιβαστεί. Μέσα στο πλήθος του κόσμου που στέκονταν στην προκυμαία ξεχώριζε ένας άντρας και η μελαγχολία ήταν ορατή στο πρόσωπο του. Είχε έρθει να αποχαιρετήσει τη σύντροφό του. Όμως, με το πέρασμα του καιρού, εκείνη άρχισε να νιώθει δυστυχισμένη, καθώς η πατρίδα της δεν ήταν εδώ, και για να μπορέσει να μείνει μαζί του, χρειάστηκε να την εγκαταλείψει. Επειδή ο άντρας την αγαπούσε και ήθελα πάνω απ' όλα να είναι ευτυχισμένη, συμφώνησε εκείνη να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα της. Αφού το πλοίο έδωσε το τελευταίο σήμα για αποχώρηση, ο κόσμος άρχισε να απομακρύνεται. Ωστόσο, ο άντρας έμεινε εκεί, χωρίς να μπορεί να κουνηθεί, καθώς το πρόσωπο που αποτελούσε τόσο ουσιαστικό κομμάτι της ζωής του είχε φύγει. Νιώθοντας μόνος και με πόνο στη καρδιά παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Χωρίς τη σύντροφό του, δεν είχε τίποτα άλλο να περιμένει.

 

Άννα - Μαρία Γαλαγκουράκη Mook Γ΄2

 

 

 

Κάθομαι μέσα στη νύχτα στο λιμάνι και νοιώθω μόνος. Νοιώθω για τελευταία φορά την παρουσία της αγαπημένης μου, κοντά μου, όμως αυτή φεύγει, αποβιβάζεται στο πλοίο και με εγκαταλείπει. Μέσα στο απόλυτο και μυστηριώδες σκοτάδι, το μόνο φως είναι αυτό του μεγάλου πράσινου φεγγαριού που λάμπει σαν χλωμό αστέρι, πάνω μου. Παντού υπάρχει φασαρία, άγνωστες φωνές ηχούν, χωρίς να τις αναγνωρίζω. Κάποια στιγμή ακούω μια φωνή οικεία, γνώριμη γλυκιά που μου χαϊδεύει τα αυτιά και με παρηγορεί. Σε λίγο όμως παύει και επιστρέφει η βουβή φασαρία. Μέσα στο κενό και τη μοναξιά που νοιώθω, το μόνο που ακούω τώρα είναι το σινιάλο του πλοίου, που μετατρέπεται σε οδυνηρή και ανυπόφορη σειρήνα στα αυτιά μου. Μόλις σταματήσει και αυτό, παραμένω λυπημένος και μελαγχολικός,  με ανθρώπους γύρω μου, αλλά νοιώθω ολομόναχος και ξένος. Ένας άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους.

 

Ειρήνη Τάντου, Γ'3

 

 

 

 

 

 

ΣΚΙΤΣΟ της μαθήτριας του τμήματος Γ3 , Ντάνου Αλεξάνδρας , μέλους της ομάδας "ΛΕΣΧΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ"

του 1ου Γυμνασίου Χαλανδρίου  - σχ. έτος 2019-2020 -

εμπνευσμένο από την ανάγνωση του βιβλίου του Βασίλη Παπαθεοδώρου, "ΣΤΗ ΔΙΑΠΑΣΩΝ" 

 

 

 

     

 

 

 

 

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ το ΚΕΙΜΕΝΟ "ΟΙ ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΙ" του Δημήτρη Ψαθά

 Σχολικό Έτος: 2020 - 2021 

 

 

Κείμενο της μαθήτριας του τμήματος Α3, Εβελίνας Φραγκιά

 

 

… εκείνη την μέρα ήταν που έπρεπε να σκεπτούμε όσο πιο πονηρά γινόταν. Γι’ αυτό στρωθήκαμε κοντά σε ένα ερημωμένο καφενέ και αρχίσαμε να λέει ο καθένας τις ιδέες του.

― Ο Σπύρος θα πάει να αποσπάσει την προσοχή του Γερμανού κοντά στο φανάρι.

― Ωραία! Ο Νικόλας θα πάει στον Γερμανό που περνάει κάθε τρεις και λίγο για να τον προσελκύσουμε. Και μετά θα του πετάξουμε πέτρες.

―Εε ρε, που θα φάει το κεφάλι του.

Αρχίσαμε να χαχανίζουμε όλοι.

Ξαφνικά πετάχτηκε ο Γιώργος, που ήταν και ο μικρότερος της παρέας.

― Εγώ τι ακριβώς θα κάνω ακριβώς, εεε?

Εμείς του είπαμε να φυλάει τσίλιες. Το σχέδιο είχε οργανωθεί τέλεια. Όμως υπήρχε ένα πρόβλημα: θα μας πιάσουν αν αφήσουμε τον Γερμανό να ξεφύγει, οπότε προτείναμε κάποιος να τον σκοτώσει. Τσακωνόμασταν μισή ώρα για το ποιος θα τον σκοτώσει. Τελικά, θα το έκανε ο Μπάμπης, ο φονιάς. Τότε, ο Μπάμπης είπε:

― Σε λίγο θα κρέμεται στο δέντρο ένας Γερμανός.

Το μόνο που έμενε ήταν να βρούμε τις θέσεις μας και τις πέτρες που θα πετάξουμε στον Γερμανό.

Το επόμενο μεσημέρι μαζευτήκαμε στην παραλία του Πειραιά για να μαζέψουμε ό,τι μπορούσαμε. Τέλος, γυρίσαμε στο ίδιο σημείο με χτες. Καταφέραμε να συγκεντρώσουμε πέντε κουβαδάκια βότσαλα. Μετά δεν θα ξέραμε αν το σχέδιο θα πετύχαινε, οπότε απλά κάναμε ότι μπορούσαμε. Άραγε θα πετυχαίναμε;

Ξαφνικά ήρθε ένας από αυτούς. Άρχισε να πυροβολεί χωρίς έλεος. Εμείς βγάλαμε τα μαχαίρια μας και τον κάναμε κυριολεκτικά με τα κρεμμυδάκια μιας που δεν είχαμε πια φαγητό. Τότε ήταν που βγάλαμε το όνομα της ομάδας μας:

« ΟΙ ΚΑΝΙΒΑΛΟΙ»

 

 

 

 

 

Κείμενο της μαθήτριας του τμήματος Α3, Αριάδνης Πατέλη

 

 

Γενάρης 1942, βραδάκι, στο Ζάππειο. Ένα τεράστιο γερμανικό φορτηγό είναι σταματημένο κι έχει τα φώτα του αναμμένα. Ένα παιδάκι, πεινασμένο, κουρελίδικο, εύθυμο ωστόσο και παμπόνηρο πλησιάζει. Ο Γερμανός σκοπός έχει οργανώσει την άμυνά του για την περίπτωση επιδρομής των σαλταδόρων. Ο Δημήτρης Ψαθάς αφηγείται τι συνέβη εμπρός από το φορτηγάκι, η Αριάδνη Πατέλη αφηγείται πώς πραγματοποιήθηκε. 

   

"Οι πιτσιρίκοι"

 

Το κρύο ήταν τσουχτερό. Έτρεχα στην άσφαλτο ξυπόλητος ώστε να προλάβω τους υπόλοιπους. Τ’ αμέτρητα πτώματα που κείτονταν στους δρόμους ή κρέμονταν από δω κι από κει ήταν πλέον ένα θέαμα καθημερινό.  Στις μέρες μας, μόνο οι πλούσιοι και οι πονηροί καταφέρνουν να επιβιώσουν.

― Ραφαήλ, τρέχα! Θα μας δουν!

― Μην ανησυχείς, Λευτέρη.

Εγώ και η «ομάδα» μου ανήκουμε στη δεύτερη κατηγορία επιζώντων. Μαζί με άλλα ορφανά και χαμίνια καταστρέφουμε τα σχέδια των Γερμανών είτε κλέβοντας είτε κάνοντας επιδρομές στα οχήματά τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιο μέλος μας έχει αιχμαλωτιστεί, μέχρι και θανατωθεί. Είναι ριψοκίνδυνο, αλλά για την ελευθερία της Ελλάδας δίνω μέχρι και τη ζωή μου!

Είχαμε βάλει στόχο ένα μεταγωγικό γερμανικό φορτηγάκι στο Ζάππειο, το οποίο θα αχρηστεύαμε και θα κλέβαμε και το φορτίο του. Δόλωμα είχε μπει ο καημένος ο Αντρέας, του οποίου οι γονείς κρεμάστηκαν στην πλατεία Συντάγματος. Μόνος του προσφέρθηκε να κάνει κάτι τέτοιο κι οι υπόλοιποι συμφωνήσαμε.

Τέλεια. Ο Γερμανός έχαψε το δόλωμα για τα καλά! Τώρα πλέον συνομιλεί με τον Αντρέα, κερδίζοντάς μας χρόνο να πλησιάσουμε ακόμα περισσότερο. Φτάσαμε στο φορτηγάκι πατώντας στις μύτες των ποδιών μας και χωριστήκαμε σε δύο ομάδες: οι μισοί θα αχρήστευαν τα λάστιχα και θα προκαλούσαν ζημιά στο φορτηγό κι οι υπόλοιποι θα ανέβαιναν στην καρότσα για να κλέψουν τον εξοπλισμό. Εγώ ανήκω στην πρώτη ομάδα.

Χρησιμοποιώντας υλικά από την προηγούμενή μας επιδρομή, εγώ και άλλα παιδιά συρθήκαμε κυριολεκτικά κάτω από το όχημα.

― Απόστολε, Λευτέρη, εσείς στην αριστερή μεριά. Εγώ και ο Κωστής στην δεξιά.

― Έγινε, μου απάντησαν ταυτόχρονα.

Άρπαξα τα κλεμμένα γερμανικά εργαλεία από τον δερμάτινο σάκο. Όχι να το παινευτώ, αλλά είμαι αρκετά επιδέξιος στα χέρια. Μην χάνοντας χρόνο, στρώνομαι στην δουλειά. Με ένα μεγάλο κατσαβίδι αρχίζω να ανοίγω διάσπαρτες τρύπες, κοιτάζοντας συνεχώς τριγύρω μου, για τυχόν απρόσμενους επισκέπτες.

Μπορώ να πω πως ο Αντρέας έχει μπει στο πετσί του ρόλου για τα καλά, διότι ο Γερμανός φαίνεται να ξεχνάει εντελώς πως έχει ένα φορτηγό να οδηγήσει.

― Τι γίνεται με τα λάστιχα; ρωτάει ο Αποστόλης.

― Είναι σκληρά τα άτιμα, αλλά έχω καταφέρει να τα τρυπήσω, απαντά ο Κωστής.

― Εγώ έχω τελειώσει με τα λάστιχα και κόβω το καλώδια, συμπληρώνει ο Λευτέρης.

― Χαίρομαι. Πάω να ρωτήσω πώς τα πάνε από πάνω, λέει ο Αποστόλης και φεύγει.

Οι στιγμές που περνούν μου φαίνονται ατελείωτες, διότι πρέπει να είμαστε πάντα σε επιφυλακή, με τον φόβο να μην μας πιάσουν. Νιώθω τους παλμούς μου να ανεβαίνουν.

― Έλεγξα και τους από πάνω. Έχουν τελειώσει.

― Πρέπει να κάνουμε σήμα στον Αντρέα να κατεβάσει την αυλαία, λέω εγώ. 

― Πες στον Γιώργη από πάνω να αναβοσβήσει τον φακό του, μπας και καταλάβει, προσθέτει ο Κωστής.

― Καλή ιδέα, πάω τώρα, είπα και κατευθύνθηκα προς την καρότσα.

Έτσι κι έγινε. Ο Αντρέας μας πρόσεξε κι έγνεψε διακριτικά. Αρπάζοντας ό,τι είχε απομείνει, όλοι αρχίσαμε να τρέχουμε κακήν κακώς. Ο Γερμανός μας κατάλαβε και έκανε να βγάλει το πιστόλι του, μα μέχρι να το κάνει, είχαμε γίνει ήδη καπνός…

 

 

   

Comments (0)

You don't have permission to comment on this page.